- θελεμός
- θελεμός, όν, epith. of πῶμα, A.Supp.1027 (lyr.): glossed by οἰκτρόν, ἥσυχον, Hsch.; but,= θελημός, acc. to Hdn.Gr.1.171, cf. EM103.48. Adv.A
-μῶς Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-μῶς Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θελεμός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελεμός — ό (Α θελεμός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός θέληση, βούληση («θελεμός τ αφέντη στραβός ο τοίχος» η θέληση τού αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του 2. ήρεμος, ήσυχος.… … Dictionary of Greek
θελεμόν — θελεμός masc/fem acc sg θελεμός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελεμωτέρῳ — θελεμός masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελεμῶς — θελεμός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)